- βρυάζω
- 1.βρίθω, είμαι κατάμεστος, γεμάτος από κάτι: Οι μύγες βρυάζουν γύρω στο ψοφίμι.2. γεμίζω βρύα: Πέτρα που κυλάει, δε βρυάζει (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρυάζω — swell pres subj act 1st sg βρυάζω swell pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυάζω — (AM βρυάζω) βρίσκομαι σε αφθονία, πληθαίνω αρχ. 1. εγκυμονώ 2. ξεχειλίζω 3. αλαζονεύομαι 4. ευχαριστιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βρύω*] … Dictionary of Greek
βρυάζει — βρυάζω swell pres ind mp 2nd sg βρυάζω swell pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυάζον — βρυάζω swell pres part act masc voc sg βρυάζω swell pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυάσομαι — βρυάζω swell aor subj mid 1st sg (epic) βρυάζω swell fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβρύαζον — βρυάζω swell imperf ind act 3rd pl βρυάζω swell imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυαζούσης — βρυάζω swell pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυάζειν — βρυάζω swell pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυάζεις — βρυάζω swell pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυάζοντας — βρυάζω swell pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)